ποικιλόδειρον

ποικιλόδειρον
ποικιλόδειρος
with variegated neck
masc/fem acc sg
ποικιλόδειρος
with variegated neck
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ποικιλόδειρος — ον, Α 1. αυτός που έχει ποικιλόχρωμο λαιμό 2. αυτός που παράγει πολλούς μουσικούς τόνους ή φθόγγους, ποικιλόγηρυς* («ἴρηξ προσέειπεν ἀηδόνα ποικιλόδειρον», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + δειρος (< δειρή «λαιμός, τράχηλος»), πρβλ. πολύ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”